Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πατριδοκαπηλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πατριδοκαπηλί
α
οι
πατριδοκαπηλί
ες
γενική
της
πατριδοκαπηλί
ας
των
πατριδοκαπηλι
ών
αιτιατική
την
πατριδοκαπηλί
α
τις
πατριδοκαπηλί
ες
κλητική
πατριδοκαπηλί
α
πατριδοκαπηλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πατριδοκαπηλία
<
πατριδοκάπηλος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πατριδοκαπηλία
θηλυκό
η εκμετάλλευση (η
καπηλεία
) της ιδέας της
πατρίδας
για ιδιοτελείς σκοπούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πατριδοκαπηλία