καπηλεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπηλεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καπηλεία (μικρεμπόριο, λειτουργία ταβέρνας) κατά τη σημασία του καπηλεύομαι [1] < καπηλεύω < κάπηλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπηλεία θηλυκό
- η ενέργεια του καπηλεύομαι, η ιδιοτελής χρησιμοποίηση ιδεών, ατόμων για επίτευξη οφέλους
- αισχροκέρδεια σε εμπορική συναλλαγή [2]
Σύνθετα
επεξεργασίααπό επίθετα σε -ος + -ία
- Όροι με καπηλία — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
επίσης, συναντάμε γραφή με -εία
- εθνοκαπηλεία[3] αλλά και εθνοκαπηλία [4]
- Όροι με καπηλεία
→ δείτε και τη λέξη λατρεία για σύνθετα με -λατρία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καπηλεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ εθνοκαπηλεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «εθνοκαπηλία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | καπηλείᾱ | αἱ | καπηλεῖαι |
γενική | τῆς | καπηλείᾱς | τῶν | καπηλειῶν |
δοτική | τῇ | καπηλείᾳ | ταῖς | καπηλείαις |
αιτιατική | τὴν | καπηλείᾱν | τὰς | καπηλείᾱς |
κλητική ὦ! | καπηλείᾱ | καπηλεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καπηλείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καπηλείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καπηλεία ήδη στον Πλάτωνα, τον 5ο αιώνα < καπηλ(εύω) (εμπορεύομαι) + -εία < κάπηλος [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπηλεία θηλυκό
- μικρεμπόριο
- → χρειάζεται παράθεμα Πλάτων, Νόμοι (Pl. Lg. 849d, 918d)
- λειτουργία ταβέρνας, διατήρηση πανδοχείου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κάπηλος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- καπηλεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καπηλεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.