Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπηλεύομαι < κάπηλος

  Ρήμα επεξεργασία

καπηλεύομαι

  • εκμεταλλεύομαι ευγενικές ιδέες για ίδιο όφελος

  Μεταφράσεις επεξεργασία