αισχροκέρδεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αισχροκέρδεια θηλυκό
- η επιδίωξη ή επίτευξη αισχρού (παράνομου) κέρδους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αισχροκέρδεια