Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αισχροκέρδεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αισχροκέρδει
α
οι
αισχροκέρδει
ες
γενική
της
αισχροκέρδει
ας
των
αισχροκερδει
ών
αιτιατική
την
αισχροκέρδει
α
τις
αισχροκέρδει
ες
κλητική
αισχροκέρδει
α
αισχροκέρδει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αισχροκέρδεια
<
αισχρό
+
κέρδος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αισχροκέρδεια
θηλυκό
η επιδίωξη ή επίτευξη αισχρού (παράνομου) κέρδους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αισχροκέρδεια
αγγλικά
:
profiteering
(en)
γαλλικά
:
escroquerie
(fr)