Ετυμολογία

επεξεργασία
καπηλεύω < κάπηλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καπηλεύω

  1. είμαι μικροπωλητής, κερδίζω κάνοντας εμπόριο
  2. (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι
  3. διαφθείρω, εξευτελίζω