Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μικροπωλητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μικροπωλητ
ής
οι
μικροπωλητ
ές
γενική
του
μικροπωλητ
ή
των
μικροπωλητ
ών
αιτιατική
τον
μικροπωλητ
ή
τους
μικροπωλητ
ές
κλητική
μικροπωλητ
ή
μικροπωλητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μικροπωλητής
<
μικρο-
+
πωλητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μικροπωλητής
αρσενικό
, (
θηλυκό
μικροπωλήτρια
)
(
επάγγελμα
)
πλανόδιος
πωλητής
που ασχολείται με το
λιανικό
εμπόριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μικροπωλητής