πλανόδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλανόδιος < αρχαία ελληνική πλανόδιος
Επίθετο
επεξεργασία
πλανόδιος, -α, -ο
- (για μικροεπαγγελματίες) που περιφέρεται στους δρόμους, χωρίς σταθερή εγκατάσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλανόδιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
πλανόδιος
- που κινείται σε πλάγιους δρόμους, σε παράδρομους