itinérant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | itinérant | itinérants |
θηλυκό | itinérante | itinérantes |
Επίθετο
επεξεργασίαitinérant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | itinérant | itinérants |
θηλυκό | itinérante | itinérantes |
itinérant (fr)