πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεχνοκαπηλία οι τεχνοκαπηλίες
      γενική της τεχνοκαπηλίας των τεχνοκαπηλιών
    αιτιατική την τεχνοκαπηλία τις τεχνοκαπηλίες
     κλητική τεχνοκαπηλία τεχνοκαπηλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τεχνοκαπηλία < τεχνοκάπηλ(ος) + -ία τεχνο-
ΔΦΑ : /te.xno.ka.piˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεχνοκαπηλία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τεχνοκαπηλία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)