τεχνοκαπηλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τεχνοκαπηλία < τεχνοκάπηλ(ος) + -ία τεχνο-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.xno.ka.piˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐χνο‐κα‐πη‐λί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεχνοκαπηλία θηλυκό
- (λόγιο) η χρησιμοποίηση ή η αντιμετώπιση της τέχνης και των καλλιτεχνημάτων ως εμπορεύσιμου είδους για τον προσπορισμό οικονομικού οφέλους
Συγγενικά επεξεργασία
- τεχνοκάπηλος
- → δείτε τις λέξεις τέχνη και κάπηλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεχνοκαπηλία
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)