εμπορεύσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπορεύσιμος < εμπορεύομαι
Επίθετο επεξεργασία
εμπορεύσιμος, -η, -ο
- που μπορεί κανείς να τον πουλήσει γιατί υπάρχει η δυνατότητα να πουληθεί
- (ειδικότερα) που μπορεί εύκολα να πουληθεί
- αυτές οι καρέκλες που φτιάχνεις δεν είναι εμπορεύσιμες