fungible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˈfʌn(d)ʒɪb(ə)l/
Ετυμολογία en
επεξεργασίαύστερος 17ος αιώνας: fungible < μεσαιωνικά λατινικά: fungibilis < fungi «παρουσιάζω, εκτελώ, απολαμβάνω»
με την ίδια σημασία όπως το fungi vice «υπηρετώ στην θέση του (τάδε), υποκαθιστώ»
Επίθετο
επεξεργασίαfungible (en)
- (νομικός όρος) δυνητικά αντικαθιστάμενος, ανταλλάξιμος με οτιδήποτε αντίστοιχης αξίας ή χρηστικότητας
- οικονομικά και αξιακά μεταποιήσιμος
- εμπορεύσιμος, ανταλλάξιμος
- μετατρέψιμος
- συναλλάξιμος
- κάτι που μπορείς να το κάνεις τράμπα με κάτι άλλο, αλλά κυρίως με χρήματα