Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τράμπα οι τράμπες
      γενική της τράμπας
    αιτιατική την τράμπα τις τράμπες
     κλητική τράμπα τράμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τράμπα < οθωμανική τουρκική trampa < ιταλική tramutare, "μετατρέπω"

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τράμπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία