Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναλλάξιμος η συναλλάξιμη το συναλλάξιμο
      γενική του συναλλάξιμου της συναλλάξιμης του συναλλάξιμου
    αιτιατική τον συναλλάξιμο τη συναλλάξιμη το συναλλάξιμο
     κλητική συναλλάξιμε συναλλάξιμη συναλλάξιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναλλάξιμοι οι συναλλάξιμες τα συναλλάξιμα
      γενική των συναλλάξιμων των συναλλάξιμων των συναλλάξιμων
    αιτιατική τους συναλλάξιμους τις συναλλάξιμες τα συναλλάξιμα
     κλητική συναλλάξιμοι συναλλάξιμες συναλλάξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο επεξεργασία

συναλλάξιμος, -η, -ο

  1. που δύναται να συναλλαχθεί
  2. που είναι δυνητικά αποδεκτός ως αντικείμενο συναλλαγής
  3. που συναλλάσσεται νόμιμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία