προσπορισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσπορισμός < προσπορίζω + -μός < αρχαία ελληνική προσπορίζω < πορίζω < πόρος < πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *per- (περνώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσπορισμός αρσενικό
- (λόγιο) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσπορίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσπορισμός
|