προσπορίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσπορίζω < αρχαία ελληνική προσπορίζω < πορίζω < πόρος < πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (περνώ)
Ρήμα
επεξεργασίαπροσπορίζω (παθητική φωνή: προσπορίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- προσπορισμός
- → δείτε τις λέξεις πορίζω, πόρος και περνώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσπορίζω | προσπόριζα | θα προσπορίζω | να προσπορίζω | προσπορίζοντας | |
β' ενικ. | προσπορίζεις | προσπόριζες | θα προσπορίζεις | να προσπορίζεις | προσπόριζε | |
γ' ενικ. | προσπορίζει | προσπόριζε | θα προσπορίζει | να προσπορίζει | ||
α' πληθ. | προσπορίζουμε | προσπορίζαμε | θα προσπορίζουμε | να προσπορίζουμε | ||
β' πληθ. | προσπορίζετε | προσπορίζατε | θα προσπορίζετε | να προσπορίζετε | προσπορίζετε | |
γ' πληθ. | προσπορίζουν(ε) | προσπόριζαν προσπορίζαν(ε) |
θα προσπορίζουν(ε) | να προσπορίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσπόρισα | θα προσπορίσω | να προσπορίσω | προσπορίσει | ||
β' ενικ. | προσπόρισες | θα προσπορίσεις | να προσπορίσεις | προσπόρισε | ||
γ' ενικ. | προσπόρισε | θα προσπορίσει | να προσπορίσει | |||
α' πληθ. | προσπορίσαμε | θα προσπορίσουμε | να προσπορίσουμε | |||
β' πληθ. | προσπορίσατε | θα προσπορίσετε | να προσπορίσετε | προσπορίστε | ||
γ' πληθ. | προσπόρισαν προσπορίσαν(ε) |
θα προσπορίσουν(ε) | να προσπορίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσπορίσει | είχα προσπορίσει | θα έχω προσπορίσει | να έχω προσπορίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσπορίσει | είχες προσπορίσει | θα έχεις προσπορίσει | να έχεις προσπορίσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσπορίσει | είχε προσπορίσει | θα έχει προσπορίσει | να έχει προσπορίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσπορίσει | είχαμε προσπορίσει | θα έχουμε προσπορίσει | να έχουμε προσπορίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσπορίσει | είχατε προσπορίσει | θα έχετε προσπορίσει | να έχετε προσπορίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσπορίσει | είχαν προσπορίσει | θα έχουν προσπορίσει | να έχουν προσπορίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσπορίζω
|