Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσπορίζω < αρχαία ελληνική προσπορίζω < πορίζω < πόρος < πείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per- (περνώ)

  Ρήμα επεξεργασία

προσπορίζω (παθητική φωνή: προσπορίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία