Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πορίζω < αρχαία ελληνική πορίζω < πόρος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

πορίζω

  1. παρέχω, προμηθεύω
  2. ανοίγω δρόμο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία