καλλιτέχνημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλλιτέχνημα < καλλιτέχνης + -ημα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.liˈte.xni.ma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλλιτέχνημα ουδέτερο
- το δημιούργημα ενός καλλιτέχνη
- (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί με καλλιτεχνική διάθεση και καλαισθησία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καλλιτέχνης, κάλλος, καλός και τέχνη