artwork
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
artwork | artworks |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαartwork (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το καλλιτέχνημα, το έργο τέχνης, ειδικά ένα σε ένα μουσείο· τα έργα τέχνης ως ομάδα
- ⮡ At museums, artworks from the past are displayed.
- Στα μουσεία εκτίθενται καλλιτεχνήματα του παρελθόντος.
- ⮡ She decorated her apartment with artwork and luxury rugs.
- Διακόσμησε το διαμέρισμά της με έργα τέχνης και με πολυτελή χαλιά.
- ≈ συνώνυμα: work of art
- ⮡ At museums, artworks from the past are displayed.