trafic
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trafic | trafics |
trafic (fr) αρσενικό
- το παράνομο εμπόριο, το λαθρεμπόριο, η καπηλεία
- η κίνηση, η κυκλοφορία
ενικός | πληθυντικός |
trafic | trafics |
trafic (fr) αρσενικό