Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατριδοκάπηλος < πατρίδ(α) + -ο- + κάπηλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.tɾi.ðoˈka.pi.los/

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατριδοκάπηλος η πατριδοκάπηλη το πατριδοκάπηλο
      γενική του πατριδοκάπηλου της πατριδοκάπηλης του πατριδοκάπηλου
    αιτιατική τον πατριδοκάπηλο την πατριδοκάπηλη το πατριδοκάπηλο
     κλητική πατριδοκάπηλε πατριδοκάπηλη πατριδοκάπηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατριδοκάπηλοι οι πατριδοκάπηλες τα πατριδοκάπηλα
      γενική των πατριδοκάπηλων των πατριδοκάπηλων των πατριδοκάπηλων
    αιτιατική τους πατριδοκάπηλους τις πατριδοκάπηλες τα πατριδοκάπηλα
     κλητική πατριδοκάπηλοι πατριδοκάπηλες πατριδοκάπηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πατριδοκάπηλος, -η, -ο

  • που εκμεταλλεύεται τις αξίες και τα ιδανικά της πατρίδας για την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατριδοκάπηλος οι πατριδοκάπηλοι
      γενική του πατριδοκάπηλου
πατριδοκαπήλου
των πατριδοκάπηλων
πατριδοκαπήλων
    αιτιατική τον πατριδοκάπηλο τους πατριδοκάπηλους
πατριδοκαπήλους
     κλητική πατριδοκάπηλε πατριδοκάπηλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πατριδοκάπηλος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία