κρασοπώλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακρασοπώλης αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που πουλά κρασί· ταβερνιάρης, κάπελας[1]
- ※ Ὁ κρασοπώλης, ἀνυπομονῶν κ' ἐξωργισμένος ἐπροσπάθει νὰ τὸν πείσῃ ὃτι ἦσαν ἀλάθητα τὰ κατάστιχά του καὶ τοῦ ἐπανέλεγε μὲ τὴν τραυλὴν φωνήν του: …
- Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Λυγερή (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου της “Εστίας”, 1896), σ. 73.
- ※ Ὁ κρασοπώλης, ἀνυπομονῶν κ' ἐξωργισμένος ἐπροσπάθει νὰ τὸν πείσῃ ὃτι ἦσαν ἀλάθητα τὰ κατάστιχά του καὶ τοῦ ἐπανέλεγε μὲ τὴν τραυλὴν φωνήν του: …
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κρασοπούλης (σπάνιο, παρωχημένο)
- κρασοπούλος (σπάνιο, παρωχημένο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κρασοπουλειό
- κρασοπωλώ (σπάνιο, παρωχημένο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρασοπώλης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 288.