Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρασοπώλης οι κρασοπώλες
      γενική του κρασοπώλη των κρασοπωλών
    αιτιατική τον κρασοπώλη τους κρασοπώλες
     κλητική κρασοπώλη κρασοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρασοπώλης < κρασί + -ο- + -πώλης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρασοπώλης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία