↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κρασοπώλης οι κρασοπώλες
      γενική του κρασοπώλη των κρασοπωλών
    αιτιατική τον κρασοπώλη τους κρασοπώλες
     κλητική κρασοπώλη κρασοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κρασοπώλης < κρασ(ί) + -ο- + -πώλης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρασοπώλης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε και τις λέξεις κρασί, πωλώ και πουλώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 288.