ταβερνιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταβερνιάρης < μεσαιωνική ελληνική ταβερνάρης[1] + -ιάρης < λατινική tabernarius < taberna
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταβερνιάρης αρσενικό (θηλυκό ταβερνιάρισσα)
- (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης μιας ταβέρνας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ταβερνιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας