ταβερνάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταβερνάρης < μεσαιωνική ελληνική ταβερνάρης < λατινική tabernarius < taberna
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταβερνάρης αρσενικό (θηλυκό ταβερνάρισσα)
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του ταβερνιάρης
- ※ Ο παπα—Νικόλας έμεινε αμίλητος κάμποση ώρα, κοιτάζοντας το αδειανό ποτήρι πάνω στο τραπέζι. ―Πάρε μεζέ κανένα βρεχτοκούκι, είπε ο ταβερνάρης. ―Βρεχτοκούκι; Πα πα πα! έκανε με ύφος κωμικό ο παπάς. Βρεχτοκούκι; Ο μέγας Πυθαγόρας απαγορεύει να τρώμε κουκιά, γιατί τα μαμουνάκια που έχουν μέσα είναι οι ψυχές των πεθαμένων. ―Α! έκανε ο κυρ-Αργύρης. Ώστε να μην τρώω κουκιά; ―Θα ’πρεπε να σ’ αφήσω να το πιστέψεις, γιατί με πότισες και δεύτερο τσίπουρο και μ’ έφερες στο κέφι. Μα, να πεις, πρέπει μάλλον να σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτό. Σηκώθηκε, λίγο βαρύς. Ο ταβερνάρης τον πήγε ώσαμε την πόρτα. (Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, 1962-1963)
Συγγενικά
επεξεργασίαεπώνυμα:
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταβερνάρης
|