μαμουνάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαμουνάκι | τα | μαμουνάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μαμουνάκι | τα | μαμουνάκια |
κλητική | μαμουνάκι | μαμουνάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαμουνάκι < μαμούνι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαμουνάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μαμούνι
- ※ Ο παπα—Νικόλας έμεινε αμίλητος κάμποση ώρα, κοιτάζοντας το αδειανό ποτήρι πάνω στο τραπέζι. ―Πάρε μεζέ κανένα βρεχτοκούκι, είπε ο ταβερνάρης. ―Βρεχτοκούκι; Πα πα πα! έκανε με ύφος κωμικό ο παπάς. Βρεχτοκούκι; Ο μέγας Πυθαγόρας απαγορεύει να τρώμε κουκιά, γιατί τα μαμουνάκια που έχουν μέσα είναι οι ψυχές των πεθαμένων. ―Α! έκανε ο κυρ-Αργύρης. Ώστε να μην τρώω κουκιά; ―Θα ’πρεπε να σ’ αφήσω να το πιστέψεις, γιατί με πότισες και δεύτερο τσίπουρο και μ’ έφερες στο κέφι. Μα, να πεις, πρέπει μάλλον να σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτό. Σηκώθηκε, λίγο βαρύς. Ο ταβερνάρης τον πήγε ώσαμε την πόρτα. (Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου, 1962-1963)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαμουνάκι
|