μαμούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαμούνι | τα | μαμούνια |
γενική | του | μαμουνιού | των | μαμουνιών |
αιτιατική | το | μαμούνι | τα | μαμούνια |
κλητική | μαμούνι | μαμούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαμούνι < μεσαιωνική ελληνική μαμούνι(ν)[1] [2] < (ίσως) ελληνιστική κοινή μάμμος[2] ή < ελληνιστική κοινή μαμμᾶν[2] (για παιδιά: κράζω για φαγητό, τρώω) (με παρετυμολόγηση κι απ’ την τουρκική maymun (μαϊμού)[2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maˈmu.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐μού‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαμούνι ουδέτερο
- (έντομο) ζωύφιο, έντομο, κυρίως αυτό που το συναντάμε να κινείται πάνω σε φυτά, λουλούδια, καρπούς κ.λπ.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μαμούνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.