μαϊμού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαϊμού | οι | μαϊμούδες |
γενική | της | μαϊμούς | των | μαϊμούδων |
αιτιατική | τη | μαϊμού | τις | μαϊμούδες |
κλητική | μαϊμού | μαϊμούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαϊμού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαϊμού < οθωμανική τουρκική میمون (τουρκική maymun) < αραβική مَيْمُون (maymuun)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maiˈmu/ με συνίζηση
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαi̯‐μού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαϊμού θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) μικρόσωμος, ευκίνητος πίθηκος με μακριά ουρά
- (μεταφορικά) έξυπνος, χαριτωμένος (ιδίως για κορίτσι)
- (μεταφορικά) άσχημος ή πονηρός και κατεργάρης άνθρωπος
- (μεταφορικά) μεταμφίεση κλεμμένου αντικειμένου, κυρίως αυτοκινήτου
- (μεταφορικά) φτηνή απομίμηση αντικειμένου ή ιδέας
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαϊμού
Πηγές
επεξεργασία- μαϊμού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μαϊμού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαϊμού < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική میمون (τουρκική maymun) < αραβική مَيْمُون (maymuun). Διαφορετική η ετυμολογία ως τοπωνυμίου.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαϊμού θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) πίθηκος, μαϊμού
- ※ [ως λογοπαίγνιο] 14ος αιώνας Ανωνύμου, Διήγησις παιδιόφραστος των τετραπόδων ζώων pdf@georfakas, στίχ.37
- εἴχασιν δὲ καὶ μετ’ αὐτῶν ὁποὺ νὰ τοὺς δουλεύη
τὴν μαϊμούν, τὸ μίμηστρον, τὸ παίγνιον τοῦ κόσμου. - αποσπάσματα - Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εἴχασιν δὲ καὶ μετ’ αὐτῶν ὁποὺ νὰ τοὺς δουλεύη
- ※ [ως λογοπαίγνιο] 14ος αιώνας Ανωνύμου, Διήγησις παιδιόφραστος των τετραπόδων ζώων pdf@georfakas, στίχ.37
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- μαϊμούν (αιτιατική ενικού)
Πηγές
επεξεργασία- μαϊμού - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].