μαϊμουδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαϊμουδισμός < μαϊμουδίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαϊμουδισμός αρσενικό
- η ενέργεια του μαϊμουδίζω, του πιθηκίζω, το να μιμείται κάποιος άκριτα σαν τη μαϊμού και να αντιγράφει συμπεριφορές