imitation
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
imitation (en)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.mi.ta.sjɔ̃/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
imitation | imitations |
imitation (fr) θηλυκό
- η μίμηση
- ≈ συνώνυμα: copie
- ≠ αντώνυμα: création, originalité
- η απομίμηση
- ≈ συνώνυμα: copie
- ≠ αντώνυμα: originalité
- η πλαστογραφία
- ≈ συνώνυμα: contrefaçon, copie, plagiat
- ≠ αντώνυμα: authenticité
- η απομίμηση, ιμιτασιόν, η μαϊμού
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- à l'imitation de με τον ίδιο τρόπο, κατά