πλαστογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλαστογραφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλαστογραφία < πλαστογράφ(ος) + -ία. Μορφολογικά αναλύεται σε πλαστ(ός) + -ο- + -γραφία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pla.sto.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐στο‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλαστογραφία θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία κάποιος βάζει πλαστή υπογραφή σε έγγραφο
- η δημιουργία πλαστού εγγράφου ή η παραποίηση ενός γνήσιου
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις πλαστογράφος, πλαστός και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πλαστογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλαστογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πλαστογραφίᾱ | αἱ | πλαστογραφίαι | ||||
γενική | τῆς | πλαστογραφίᾱς | τῶν | πλαστογραφιῶν | ||||
δοτική | τῇ | πλαστογραφίᾳ | ταῖς | πλαστογραφίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | πλαστογραφίᾱν | τὰς | πλαστογραφίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | πλαστογραφίᾱ | πλαστογραφίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλαστογραφίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πλαστογραφίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλαστογραφία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- πλαστογραφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.