μαϊμουδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαϊμουδίζω < μαϊμού + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαμαϊμουδίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μαϊμουδίζω | μαϊμούδιζα | θα μαϊμουδίζω | να μαϊμουδίζω | μαϊμουδίζοντας | |
β' ενικ. | μαϊμουδίζεις | μαϊμούδιζες | θα μαϊμουδίζεις | να μαϊμουδίζεις | μαϊμούδιζε | |
γ' ενικ. | μαϊμουδίζει | μαϊμούδιζε | θα μαϊμουδίζει | να μαϊμουδίζει | ||
α' πληθ. | μαϊμουδίζουμε | μαϊμουδίζαμε | θα μαϊμουδίζουμε | να μαϊμουδίζουμε | ||
β' πληθ. | μαϊμουδίζετε | μαϊμουδίζατε | θα μαϊμουδίζετε | να μαϊμουδίζετε | μαϊμουδίζετε | |
γ' πληθ. | μαϊμουδίζουν(ε) | μαϊμούδιζαν μαϊμουδίζαν(ε) |
θα μαϊμουδίζουν(ε) | να μαϊμουδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μαϊμούδισα | θα μαϊμουδίσω | να μαϊμουδίσω | μαϊμουδίσει | ||
β' ενικ. | μαϊμούδισες | θα μαϊμουδίσεις | να μαϊμουδίσεις | μαϊμούδισε | ||
γ' ενικ. | μαϊμούδισε | θα μαϊμουδίσει | να μαϊμουδίσει | |||
α' πληθ. | μαϊμουδίσαμε | θα μαϊμουδίσουμε | να μαϊμουδίσουμε | |||
β' πληθ. | μαϊμουδίσατε | θα μαϊμουδίσετε | να μαϊμουδίσετε | μαϊμουδίστε | ||
γ' πληθ. | μαϊμούδισαν μαϊμουδίσαν(ε) |
θα μαϊμουδίσουν(ε) | να μαϊμουδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μαϊμουδίσει | είχα μαϊμουδίσει | θα έχω μαϊμουδίσει | να έχω μαϊμουδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μαϊμουδίσει | είχες μαϊμουδίσει | θα έχεις μαϊμουδίσει | να έχεις μαϊμουδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μαϊμουδίσει | είχε μαϊμουδίσει | θα έχει μαϊμουδίσει | να έχει μαϊμουδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μαϊμουδίσει | είχαμε μαϊμουδίσει | θα έχουμε μαϊμουδίσει | να έχουμε μαϊμουδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μαϊμουδίσει | είχατε μαϊμουδίσει | θα έχετε μαϊμουδίσει | να έχετε μαϊμουδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μαϊμουδίσει | είχαν μαϊμουδίσει | θα έχουν μαϊμουδίσει | να έχουν μαϊμουδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαϊμουδίζω
|