Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lombard (fr) αρσενικό

  1. λομβαρδικά

  Επίθετο επεξεργασία

lombard (fr)

  1. λομβαρδικός, που ανήκει ή αναφέρεται στη Λομβαρδία



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlɔ̃mbart/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lombard (pl) αρσενικό

  1. το ενεχυροδανειστήριο