Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαϊμουδίσιος η μαϊμουδίσια το μαϊμουδίσιο
      γενική του μαϊμουδίσιου της μαϊμουδίσιας του μαϊμουδίσιου
    αιτιατική τον μαϊμουδίσιο τη μαϊμουδίσια το μαϊμουδίσιο
     κλητική μαϊμουδίσιε μαϊμουδίσια μαϊμουδίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαϊμουδίσιοι οι μαϊμουδίσιες τα μαϊμουδίσια
      γενική των μαϊμουδίσιων των μαϊμουδίσιων των μαϊμουδίσιων
    αιτιατική τους μαϊμουδίσιους τις μαϊμουδίσιες τα μαϊμουδίσια
     κλητική μαϊμουδίσιοι μαϊμουδίσιες μαϊμουδίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαϊμουδίσιος < μαϊμουδίζω

  Επίθετο επεξεργασία

μαϊμουδίσιος

  1. που μοιάζει με της μαϊμούς στην όψη ή στη συμπεριφορά
    μαϊμουδίσια μούρη, μαϊμουδίσια καμώματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία