μαϊμουδίστικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία.
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαϊμουδίστικος < μαϊμουδίζω
Επίθετο
επεξεργασίαμαϊμουδίστικος,η,ο
- που σχετίζεται με τη συμπεριφορά της μαϊμούς και, συνήθως με το μιμητισμό της, ο μιμητισμός
- που σχετίζεται με την πονηριά της μαϊμούς, η απατηλός,ο πονηρός
- που μοιάζει στην γενικότερη εικόνα της μαϊμούς: μασάει έντονα, έχει προγναθισμό, μακριά χέρια κ.λπ.
- πιθηκήσιος, πιθηκοειδής
Συγγενικά
επεξεργασία- μαϊμουδίστικα επίρρημα
- μαϊμουδάκι
- μαϊμουδίτσα
- μαϊμουδιάρης
- μαϊμουδισμός
- μαϊμού (το ζώο και το φτηνό αντίγραφο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαϊμουδίστικος