Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κλεμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κλεμμέν
ος
η
κλεμμέν
η
το
κλεμμέν
ο
γενική
του
κλεμμέν
ου
της
κλεμμέν
ης
του
κλεμμέν
ου
αιτιατική
τον
κλεμμέν
ο
την
κλεμμέν
η
το
κλεμμέν
ο
κλητική
κλεμμέν
ε
κλεμμέν
η
κλεμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κλεμμέν
οι
οι
κλεμμέν
ες
τα
κλεμμέν
α
γενική
των
κλεμμέν
ων
των
κλεμμέν
ων
των
κλεμμέν
ων
αιτιατική
τους
κλεμμέν
ους
τις
κλεμμέν
ες
τα
κλεμμέν
α
κλητική
κλεμμέν
οι
κλεμμέν
ες
κλεμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κλεμμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κλέβω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κλεμμένος
αγγλικά
:
stolen
(en)
γαλλικά
:
volé
(fr)