λογοπαίγνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λογοπαίγνιο | τα | λογοπαίγνια |
γενική | του | λογοπαίγνιου & λογοπαιγνίου |
των | λογοπαίγνιων & λογοπαιγνίων |
αιτιατική | το | λογοπαίγνιο | τα | λογοπαίγνια |
κλητική | λογοπαίγνιο | λογοπαίγνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογοπαίγνιο < λογο- + παίγνιον, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική jeu de mots[1])
- (από το 1856)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lo.ɣoˈpe.ɣni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γο‐παί‐γνι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογοπαίγνιο ουδέτερο
- παιχνίδι με τις λέξεις, συνήθως με τις πολύσημες ή τα ομώνυμα
- Π.χ. - Η γιαγιά μετά το θάνατο του παππού ζει μόνη. - Και τι την έπιασε και ζυμώνει;
- ↪ τα περισσότερα λογοπαίγνια είναι δυστυχώς αδύνατον να μεταφραστούν με επιτυχία σε άλλη γλώσσα
Συγγενικά επεξεργασία
- λογοπαίκτης
- λογοπαικτικός
- λογοπαίκτρια
- λογοπαικτώ
- → δείτε τις λέξεις λόγος και παίζω
Σημειώσεις επεξεργασία
Σε πάρα πολλά λογοπαίγνια γίνεται εσκεμμένη σύγχυση των ερμηνευμάτων των λέξεων ή των φράσεων.
Επίσης το ίδιο ισχύει και με ομώνυμα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογοπαίγνιο
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λογοπαίγνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας