↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λογοπαικτικός η λογοπαικτική το λογοπαικτικό
      γενική του λογοπαικτικού της λογοπαικτικής του λογοπαικτικού
    αιτιατική τον λογοπαικτικό τη λογοπαικτική το λογοπαικτικό
     κλητική λογοπαικτικέ λογοπαικτική λογοπαικτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λογοπαικτικοί οι λογοπαικτικές τα λογοπαικτικά
      γενική των λογοπαικτικών των λογοπαικτικών των λογοπαικτικών
    αιτιατική τους λογοπαικτικούς τις λογοπαικτικές τα λογοπαικτικά
     κλητική λογοπαικτικοί λογοπαικτικές λογοπαικτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λογοπαικτικός < λογοπαίκτης + -ικός[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

λογοπαικτικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία