λογοπαίκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λογοπαίκτης < λογοπαίγνιο + παίκτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογοπαίκτης αρσενικό (θηλυκό λογοπαίκτρια)
- (σπάνιο) αυτός που κάνει λογοπαίγνια
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις λογοπαίγνιο, λόγος και παίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογοπαίκτης
|