simio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simio | simioj |
αιτιατική | simion | simiojn |
simio (eo)
- (θηλαστικό ζώο) ο πίθηκος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | simio | simioj |
αιτιατική | simion | simiojn |
simio (eo)