κράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κράζω < αρχαία ελληνική κράζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k(V)r-
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακράζω
- (για πουλιά) βγάζω (δυνατή) φωνή ή κραυγή (σαν του κόρακα)
- (για ανθρώπους) φωνάζω (δυνατά και διαπεραστικά)
- φωνάζω, καλώ, προσκαλώ κάποιον
- Άξαφνα όμως άκουσε μια φωνή που έκραξε τ’ όνομά της. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου)
- (μεταφορικά) αποδοκιμάζω, γιουχάρω
- (μεταφορικά) μαλώνω, επιπλήττω
- (μεταφορικά) προμοτάρω πιεστικά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κράζω | έκραζα | θα κράζω | να κράζω | κράζοντας | |
β' ενικ. | κράζεις | έκραζες | θα κράζεις | να κράζεις | κράζε | |
γ' ενικ. | κράζει | έκραζε | θα κράζει | να κράζει | ||
α' πληθ. | κράζουμε | κράζαμε | θα κράζουμε | να κράζουμε | ||
β' πληθ. | κράζετε | κράζατε | θα κράζετε | να κράζετε | κράζετε | |
γ' πληθ. | κράζουν(ε) | έκραζαν κράζαν(ε) |
θα κράζουν(ε) | να κράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έκραξα | θα κράξω | να κράξω | κράξει | ||
β' ενικ. | έκραξες | θα κράξεις | να κράξεις | κράξε | ||
γ' ενικ. | έκραξε | θα κράξει | να κράξει | |||
α' πληθ. | κράξαμε | θα κράξουμε | να κράξουμε | |||
β' πληθ. | κράξατε | θα κράξετε | να κράξετε | κράξτε | ||
γ' πληθ. | έκραξαν κράξαν(ε) |
θα κράξουν(ε) | να κράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κράξει | είχα κράξει | θα έχω κράξει | να έχω κράξει | ||
β' ενικ. | έχεις κράξει | είχες κράξει | θα έχεις κράξει | να έχεις κράξει | ||
γ' ενικ. | έχει κράξει | είχε κράξει | θα έχει κράξει | να έχει κράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε κράξει | είχαμε κράξει | θα έχουμε κράξει | να έχουμε κράξει | ||
β' πληθ. | έχετε κράξει | είχατε κράξει | θα έχετε κράξει | να έχετε κράξει | ||
γ' πληθ. | έχουν κράξει | είχαν κράξει | θα έχουν κράξει | να έχουν κράξει |
|