ενεστώτας caw
γ΄ ενικό ενεστώτα caws
αόριστος cawed
παθητική μετοχή cawed
ενεργητική μετοχή cawing

caw (en)

  • κράζω, κρώζω, βγάζω δυνατή φωνή ή κραυγή σαν του κόρακα
    ⮡  We located where the body was by the crows which flew around it cawing.
    Εντοπίσαμε πού βρισκόταν το πτώμα από τα κοράκια που πετούσαν γύρω του κράζοντας.
    ⮡  The vultures are cawing over the carcass.
    Τα όρνια κρώζουν πάνω από το ψοφίμι.
    συγκρίνετε με το: crow