caw
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | caw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | caws |
αόριστος | cawed |
παθητική μετοχή | cawed |
ενεργητική μετοχή | cawing |
Ρήμα
επεξεργασίαcaw (en)
- κράζω, κρώζω, βγάζω δυνατή φωνή ή κραυγή σαν του κόρακα
- ⮡ We located where the body was by the crows which flew around it cawing.
- Εντοπίσαμε πού βρισκόταν το πτώμα από τα κοράκια που πετούσαν γύρω του κράζοντας.
- ⮡ The vultures are cawing over the carcass.
- Τα όρνια κρώζουν πάνω από το ψοφίμι.
- συγκρίνετε με το: crow
- ⮡ We located where the body was by the crows which flew around it cawing.