επιπλήττω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επιπλήττω < αρχαία ελληνική ἐπιπλήττω / ἐπιπλήσσω < ἐπί + πλήττω / πλήσσω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂k-
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ε.pi.ˈpli.tɔ/
ΡήμαΕπεξεργασία
επιπλήττω (παθητική φωνή: επιπλήττομαι)
- (λόγιο) μαλώνω κάποιον, του κάνω παρατήρηση με αυστηρότητα
Επεξεργασία
- επιπληκτικός
- επίπληξη
- → δείτε τις λέξεις επί και πλήττω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιπλήττω | επέπληττα | θα επιπλήττω | να επιπλήττω | επιπλήττοντας | |
β' ενικ. | επιπλήττεις | επέπληττες | θα επιπλήττεις | να επιπλήττεις | επίπληττε | |
γ' ενικ. | επιπλήττει | επέπληττε | θα επιπλήττει | να επιπλήττει | ||
α' πληθ. | επιπλήττουμε | επιπλήτταμε | θα επιπλήττουμε | να επιπλήττουμε | ||
β' πληθ. | επιπλήττετε | επιπλήττατε | θα επιπλήττετε | να επιπλήττετε | επιπλήττετε | |
γ' πληθ. | επιπλήττουν(ε) | επέπλητταν επιπλήτταν(ε) |
θα επιπλήττουν(ε) | να επιπλήττουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επέπληξα | θα επιπλήξω | να επιπλήξω | επιπλήξει | ||
β' ενικ. | επέπληξες | θα επιπλήξεις | να επιπλήξεις | επίπληξε | ||
γ' ενικ. | επέπληξε | θα επιπλήξει | να επιπλήξει | |||
α' πληθ. | επιπλήξαμε | θα επιπλήξουμε | να επιπλήξουμε | |||
β' πληθ. | επιπλήξατε | θα επιπλήξετε | να επιπλήξετε | επιπλήξτε | ||
γ' πληθ. | επέπληξαν επιπλήξαν(ε) |
θα επιπλήξουν(ε) | να επιπλήξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιπλήξει | είχα επιπλήξει | θα έχω επιπλήξει | να έχω επιπλήξει | ||
β' ενικ. | έχεις επιπλήξει | είχες επιπλήξει | θα έχεις επιπλήξει | να έχεις επιπλήξει | ||
γ' ενικ. | έχει επιπλήξει | είχε επιπλήξει | θα έχει επιπλήξει | να έχει επιπλήξει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιπλήξει | είχαμε επιπλήξει | θα έχουμε επιπλήξει | να έχουμε επιπλήξει | ||
β' πληθ. | έχετε επιπλήξει | είχατε επιπλήξει | θα έχετε επιπλήξει | να έχετε επιπλήξει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιπλήξει | είχαν επιπλήξει | θα έχουν επιπλήξει | να έχουν επιπλήξει |
|