Δείτε επίσης: ἐπιπλήττω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπλήττω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιπλήττω (αττικός τύπος ) / ἐπιπλήσσω < ἐπί + πλήττω (αττικός τύπος ) / πλήσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₂k-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.piˈpli.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐πλήτ‐τω

  Ρήμα επεξεργασία

επιπλήττω, πρτ.: επέπληττα, αόρ.: επέπληξα, παθ.φωνή: επιπλήττομαι, π.αόρ.: επιπλήχθηκα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία