επιπληκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιπληκτικός < ελληνιστική κοινή ἐπιπληκτικός < αρχαία ελληνική ἐπιπλήσσω / ἐπιπλήττω
Επίθετο
επεξεργασίαεπιπληκτικός -ή -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιπληκτικός
|