επιληπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιληπτικός < αρχαία ελληνική ἐπιληπτικός
Επίθετο επεξεργασία
επιληπτικός, -ή, -ό
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιληπτικός αρσενικό (θηλυκό: επιληπτική)
- αυτός που πάσχει από επιληψία
Δείτε επίσης : ἐπιληπτικός, επιπληκτικός |
επιληπτικός, -ή, -ό
επιληπτικός αρσενικό (θηλυκό: επιληπτική)