Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιληπτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐπιληπτικός
,
επιπληκτικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιληπτικ
ός
η
επιληπτικ
ή
το
επιληπτικ
ό
γενική
του
επιληπτικ
ού
της
επιληπτικ
ής
του
επιληπτικ
ού
αιτιατική
τον
επιληπτικ
ό
την
επιληπτικ
ή
το
επιληπτικ
ό
κλητική
επιληπτικ
έ
επιληπτικ
ή
επιληπτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιληπτικ
οί
οι
επιληπτικ
ές
τα
επιληπτικ
ά
γενική
των
επιληπτικ
ών
των
επιληπτικ
ών
των
επιληπτικ
ών
αιτιατική
τους
επιληπτικ
ούς
τις
επιληπτικ
ές
τα
επιληπτικ
ά
κλητική
επιληπτικ
οί
επιληπτικ
ές
επιληπτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιληπτικός
<
αρχαία ελληνική
ἐπιληπτικός
Επίθετο
επεξεργασία
επιληπτικός
, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με την
επιληψία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιληπτικός
αρσενικό
(
θηλυκό
:
επιληπτική
)
αυτός που πάσχει από
επιληψία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιληπτικός
αγγλικά
:
epileptic
(en)
γαλλικά
:
épileptique
(fr)