ταβερνιάρισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταβερνιάρισσα < ταβερνιάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταβερνιάρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ταβερνιάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ταβερνιάρης
ταβερνιάρισσα
|