οινέμπορος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οινέμπορος | οι | οινέμποροι |
γενική | του | οινέμπορου & οινεμπόρου |
των | οινέμπορων & οινεμπόρων |
αιτιατική | τον | οινέμπορο | τους | οινέμπορους & οινεμπόρους |
κλητική | οινέμπορε | οινέμποροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οινέμπορος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
οινέμπορος
|