κρασοπουλειό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρασοπουλειό < μεσαιωνική ελληνική κρασοπωλεῖον < κρασοπούλης / κρασοποῦλος < κρασί (< κρασίον < κράσιον < αρχαία ελληνική κρᾶσις) + πουλῶ (< αρχαία ελληνική πωλέω / πωλῶ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακρασοπουλειό ουδέτερο