Δείτε επίσης: καπελάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο κάπελας
      γενική του κάπελα
    αιτιατική τον κάπελα
     κλητική κάπελα
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάπελας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάπηλος με τροπή [i] > [e] πριν από [l][1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.pe.las/
τονικό παρώνυμο: καπελάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάπελας αρσενικό, μόνο στον ενικό (παρωχημένο)

  1. ο ταβερνιάρης
    ※  Φέρε μας, κάπελα, κρασί/με δυό ποτήρια και μισή (Από το τραγούδι του Απόστολου Χατζηχρήστου σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία