κάπελας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάπελας | ||
γενική | του | κάπελα | ||
αιτιατική | τον | κάπελα | ||
κλητική | κάπελα | |||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κάπελας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάπηλος με τροπή [i] > [e] πριν από [l][1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κάπελας αρσενικό, μόνο στον ενικό (παρωχημένο)
- ο ταβερνιάρης
- ※ Φέρε μας, κάπελα, κρασί/με δυό ποτήρια και μισή (Από το τραγούδι του Απόστολου Χατζηχρήστου σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη)
Συγγενικά επεξεργασία
- καπηλειό
- → και δείτε τις λέξεις καπηλεία και καπηλεύομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάπελας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κάπελας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας