monger
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmonger (en) ενικός
mongers (en) πληθυντικός
- πλανοπώλης, γυρολόγος, πλανόδιος πωλητής
- (δευτερογενώς) ναρκοπώλης, ναρκωπώλης, χασισέμπορος, χασισέμπορας
monger (en) ενικός
mongers (en) πληθυντικός