Ουσιαστικό

επεξεργασία

monger (en) ενικός
mongers (en) πληθυντικός

  1. πλανοπώλης, γυρολόγος, πλανόδιος πωλητής
  2. (δευτερογενώς) ναρκοπώλης, ναρκωπώλης, χασισέμπορος, χασισέμπορας