γυρολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγυρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) πλανόδιος έμπορος που γυρνάει σε γειτονιές και χωριά για να πουλήσει μικροπράγματα, πραματευτής
γυρολόγος αρσενικό ή θηλυκό