Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καπηλευτικός η καπηλευτική το καπηλευτικό
      γενική του καπηλευτικού της καπηλευτικής του καπηλευτικού
    αιτιατική τον καπηλευτικό την καπηλευτική το καπηλευτικό
     κλητική καπηλευτικέ καπηλευτική καπηλευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καπηλευτικοί οι καπηλευτικές τα καπηλευτικά
      γενική των καπηλευτικών των καπηλευτικών των καπηλευτικών
    αιτιατική τους καπηλευτικούς τις καπηλευτικές τα καπηλευτικά
     κλητική καπηλευτικοί καπηλευτικές καπηλευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καπηλευτικός < αρχαία ελληνική καπηλευτικός

  Επίθετο επεξεργασία

καπηλευτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία